κυψέλη

κυψέλη
κυψέλη
Grammatical information: f.
Meaning: `chest, box, bee-hive' (Hdt., Ar., Plu.), `earwax' (com.), `hollow of the ear' (Poll., H.).
Other forms: -άλη (pap.); cf. Mayser Pap. 1 : 3, 22)
Derivatives: κυψέλιον `bee-hive', -ελίς `birds nest' (Arist.), `earwax' (Ruf., Aret.) with κυψελίτης ῥύπος (EM; Redard Les noms grecs en -της 112); backformation κύψελος m. name of a swallow-like bird (Arist., H.; cf. Thompson Birds s.v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not to κύπη etc. From aor. κύψαι?- Fur. 327 compares κυψέλον κύβερον μελισσῶν H. Clearly a Pre-Greek word.
Page in Frisk: 2,58

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυψέλη — any hollow vessel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλῃ — κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Κυψέλη — Sp Kipsèlė Ap Κυψέλη/Kypseli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κυψέλη — η 1. μελισσοκόφινο, κουβέλι. 2. τόπος όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι: Το σχολειό έμοιαζε με κυψέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • κυψέλαι — κυψέλη any hollow vessel fem nom/voc pl κυψέλᾱͅ , κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελῶν — κυψέλη any hollow vessel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλαις — κυψέλη any hollow vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλην — κυψέλη any hollow vessel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψέλης — κυψέλη any hollow vessel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”